τσιράκι — το, Ν 1. μαθητευόμενος τεχνίτης 2. βοηθός τεχνίτη 3. συνεκδ. αρχάριος 4. μτφ. α) αυτός που ακολουθεί, που μιμείται την συμπεριφορά ή τις μεθόδους κάποιου, πιστός οπαδός β) συνεκδ. υπηρέτης 5. φρ. «τόν έβγαλε τσιράκι του» τόν έκανε όμοιό του.… … Dictionary of Greek
κοπέλι — το (Μ κοπέλλι) 1. αρσενικό παιδί, αγόρι, τέκνο 2. νεαρός, νέος άνδρας 3. νεαρός υπηρέτης, ακόλουθος 4. βρέφος 5. μαθητευόμενος τεχνίτης ή εργάτης, τσιράκι, παραγιός 6. νόθο παιδί νεοελλ. παροιμ. α) «λέγε, λέγε το κοπέλι, κάνει τη γριά και θέλει»… … Dictionary of Greek
πιόνι — το, Ν 1. καθεμιά από τις οκτώ φιγούρες τού σκακιού 2. (κατ επέκτ.) καθένα από τα πούλια άλλων παιχνιδιών, όπως λ.χ. τής ντάμας 3. μτφ. (για πρόσ.) άβουλος άνθρωπος που γίνεται όργανο τών άλλων, τσιράκι («έχει γίνει το πιόνι σου»). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
cirac — CIRÁC, ciraci, s.m. 1. (livr.) Elev, discipol, ucenic. 2. (depr.) Persoană care împărtăşeşte în mod servil şi mecanic vederile, părerile etc. cuiva. 3. (înv.) Om de încredere al cuiva. – Din tc. çirak. Trimis de hai, 17.05.2004. Sursa: DEX 98 … … Dicționar Român
μαθητευόμενος — η, ο αυτός που διδάσκεται μια τέχνη ή ένα επάγγελμα από κάποιον περισσότερο έμπειρο, μαθητούδι, παραγιός, τσιράκι: Όταν τον γνώρισα ήταν ακόμα μαθητευόμενος τεχνίτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)