τσιράκι

τσιράκι
το
(λ. τουρκ.)
1. ο μαθητευόμενος τεχνίτης, παραγιός.
2. βοηθός τεχνίτη, κάλφας.
3. μτφ., αρχάριος.
4. μτφ., αυτός που έχει τις ίδιες ιδιότητες με άλλον ή που ακολουθεί τις μεθόδους και τη συμπεριφορά του: Είναι τσιράκι του πατέρα του.
5. μτφ., βοηθός, ακόλουθος, οπαδός: Στην Κατοχή ήταν τσιράκι των Γερμανών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τσιράκι — το, Ν 1. μαθητευόμενος τεχνίτης 2. βοηθός τεχνίτη 3. συνεκδ. αρχάριος 4. μτφ. α) αυτός που ακολουθεί, που μιμείται την συμπεριφορά ή τις μεθόδους κάποιου, πιστός οπαδός β) συνεκδ. υπηρέτης 5. φρ. «τόν έβγαλε τσιράκι του» τόν έκανε όμοιό του.… …   Dictionary of Greek

  • κοπέλι — το (Μ κοπέλλι) 1. αρσενικό παιδί, αγόρι, τέκνο 2. νεαρός, νέος άνδρας 3. νεαρός υπηρέτης, ακόλουθος 4. βρέφος 5. μαθητευόμενος τεχνίτης ή εργάτης, τσιράκι, παραγιός 6. νόθο παιδί νεοελλ. παροιμ. α) «λέγε, λέγε το κοπέλι, κάνει τη γριά και θέλει»… …   Dictionary of Greek

  • πιόνι — το, Ν 1. καθεμιά από τις οκτώ φιγούρες τού σκακιού 2. (κατ επέκτ.) καθένα από τα πούλια άλλων παιχνιδιών, όπως λ.χ. τής ντάμας 3. μτφ. (για πρόσ.) άβουλος άνθρωπος που γίνεται όργανο τών άλλων, τσιράκι («έχει γίνει το πιόνι σου»). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • cirac — CIRÁC, ciraci, s.m. 1. (livr.) Elev, discipol, ucenic. 2. (depr.) Persoană care împărtăşeşte în mod servil şi mecanic vederile, părerile etc. cuiva. 3. (înv.) Om de încredere al cuiva. – Din tc. çirak. Trimis de hai, 17.05.2004. Sursa: DEX 98 … …   Dicționar Român

  • μαθητευόμενος — η, ο αυτός που διδάσκεται μια τέχνη ή ένα επάγγελμα από κάποιον περισσότερο έμπειρο, μαθητούδι, παραγιός, τσιράκι: Όταν τον γνώρισα ήταν ακόμα μαθητευόμενος τεχνίτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”